- κυκλιακός
- κυκλιακός, -ή, -όν (Α) [κύκλος]1. αυτός που αναφέρεται στον κύκλο2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κυκλιακά τίτλος συγγράμματος τού Φιλίππου τού Οπουντίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek